- δήλωσον
- δηλόωmake visibleaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… … Dictionary of Greek
συναλγώ — έω, ΜΑ [ἀλγῶ] λυπούμαι, θλίβομαι κι εγώ μαζί με άλλον (α. «συνήλγουν αὐτοῑς ἐπὶ ταῑς προσδοκωμέναις συμφοραῑς», Διόδ. β. «δήλωσον ἡμῑν τοῑς ξυναλγοῡσιν τύχας», Σοφ.) αρχ. πονώ επίσης («ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῑ τισι», Σωρ.) … Dictionary of Greek